- επικρίνομαι
- επικρίνομαι, επικρίθηκα βλ. πίν. 2
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αλληλεπικρίνομαι — και αλληλο επικρίνομαι από κάποιον και αντίστοιχα τόν επικρίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο) * + επικρίνω ( ομαι)] … Dictionary of Greek